- αμυθολόγητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν μυθολογήθηκε, δεν εξιστορήθηκε δηλ. με μύθους2. αυτός που δεν γνωρίζει μυθολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. α- στερ. + μυθολογώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γοργία (ψευδώνυμο) στο περιοδ. «Νέα Πανδώρα» το 1858].
Dictionary of Greek. 2013.